παρακαλεστής

παρακαλεστής
ο [παρακαλώ]
1. άτομο που παρακαλεί, που ικετεύει κάποιον για κάτι
2. άτομο που ζητάει κοπέλα σε γάμο από την οικογένεια της με εντολή και για λογαριασμό άλλου, προξενητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”